ούρλιασμα

ούρλιασμα
[урльязма] ουσ. о. вой, вытьё, (μεταφ.) крик,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ούρλιασμα" в других словарях:

  • ούρλιασμα — το, ατος και ουρλιαχτό, το χαρακτηριστικό γάβγισμα ζώου, σκούξιμο: Το ούρλιασμα των σκύλων, των λύκων, των τσακαλιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ούρλιασμα — και ουρλιαχτό, το [ουρλιάζω] 1. η χαρακτηριστική μακρόσυρτη κραυγή ζώου, σκούξιμο 2. μτφ. (για πρόσ.) άναρθρη κραυγή …   Dictionary of Greek

  • αλυχτούρισμα — το θρηνώδες γάβγισμα, ούρλιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλυχτουρώ, κατά τα παράγωγα τών ρημάτων σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • γούρλιασμα — το το ούρλιασμα …   Dictionary of Greek

  • μουγκρητό — και μουγγρητό, το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μουγκρίζω, κραυγή θηρίου ή κατοικίδιου ζώου και ιδίως βοδιού ή αγελάδας, μυκηθμός, μουκάνισμα 2. (για πρόσωπα) γοερή και σπαρακτική κραυγή πόνου, ούρλιασμα, οιμωγή 3. (για τη θάλασσα) βοή,… …   Dictionary of Greek

  • ρυάσιμο — το, ατος ούρλιασμα, σκούξιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»